Τράνι

Τράνι
(Trani). Πόλη της Ιταλίας (49.902 κάτ.) στην επαρχία του Μπάρι. Η πόλη χωρίζεται σε δύο τμήματα, την παλαιά κοντά στη θάλασσα, με στενούς δρόμους, και στη νεότερη με πολύ καλή ρυμοτομία. Η πόλη ιδρύθηκε τον 4o αι. και την διεκδικούσαν, για πολλά χρόνια, οι Βυζαντινοί, οι Γότθοι και οι Λογγοβάρδοι. Η βυζαντινή κατοχή της πόλης άφησε έως τώρα τα κατάλοιπά της κυρίως σε οχυρωματικά έργα. Στα νεότερα χρόνια ανήκε στη Βενετία και, αργότερα, στον Φερδινάνδο B’ της Αραγονίας. Το 1647 οι κάτοικοι της πόλης, ναυτικοί και αστοί, επαναστάτησαν εναντίον των ευγενών. Από το 1799 η πόλη υπήρξε κέντρο του ιταλικού φιλελευθερισμού. Το κυριότερο αξιοθέατο της πόλης είναι ο καθεδρικός ναός του 11ου αι., που τον κοσμούν αξιόλογα γλυπτά. Κοντά στην πρόσοψη του ναού βρίσκεται μεγαλοπρεπές καμπαναριό. Αξιόλογα είναι και το φρούριο που βρίσκεται στο λιμάνι της και από το οποίο έχουμε μια εξαίρετη θέα της γύρω περιοχής. Μια ωραία άποψη της πόλης Τράνι στην περιοχή του λιμανιού της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… …   Dictionary of Greek

  • Άντρια — (Andria). Πόλη (92.000 κάτ. το 2002) της επαρχίας Μπάρι της Ιταλίας. Στην περιοχή της καλλιεργούνται ελιές, μανταρίνια, πορτοκάλια και δημητριακά. Το όνομα της πόλης είναι ελληνικής προέλευσης. Άλλωστε, η πόλη υπήρξε σημαντικό κέντρο στην εποχή… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • Βαλδουίνος — I (Baldwin). Όνομα δύο Λατίνων αυτοκρατόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (1171 1205). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204 5). Κόμης της Φλάνδρας, από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας (1202) και –μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης– ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”